- καταμέριση
- η (Α καταμέρισις) [καταμερίζω]νεοελλ.καταμερισμός*αρχ.η διαίρεση σε μέρη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταμερίσῃ — καταμερίζω cut in pieces aor subj mid 2nd sg καταμερίζω cut in pieces aor subj act 3rd sg καταμερίζω cut in pieces fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμερισμός — καταμερισμός, ο και καταμέριση, η η πράξη και το αποτέλεσμα του καταμερίζω, διαίρεση, κατανομή: Έγινε καταμερισμός των ευθυνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)